- ἑτέρης
- ἕτεροςD Mort.fem gen sg (epic ionic)ἑτερέωto suffer in half the brainimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… … Dictionary of Greek